- προμηθοῦμαι
- προμηθέομαιto bepres ind mp 1st sg (attic epic doric)προμηθέομαιto bepres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προμηθούμαι — έομαι, και μτγν τ. προμηθῶ, έω, Α [προμηθής] 1. φροντίζω, προνοώ για κάποιον ή για κάτι εκ τών προτέρων («προμηθεόμενος σέο μὴ πλήξω», Ηρόδ.) 2. (με αιτ.) δείχνω εκτίμηση ή σεβασμό σε κάποιον … Dictionary of Greek
απρομήθητος — ἀπρομήθητος, ον (Α) [προμηθούμαι] απρόβλεπτος, απρόοπτος … Dictionary of Greek
συμπρομηθούμαι — έομαι, Α προβλέπω κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + προμηθοῦμαι «προβλέπω, προνοώ»] … Dictionary of Greek